Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΙΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΟΝ “ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ”. 4′ ΚΑΙ 20″ ΣΤΟΝ ΑΔΗ.

Ωρα 2.48, ξημέρωμα Αγίου Παντελεήμονος. Τους περίμενα εδώ και 2 χρόνια. Ήρθαν τώρα. Μπαίνω στο σκοτεινό στενό του δρόμου για το σπίτι. Τα μάτια μου πάλι πετάνε φωτιές. Βγάζω τον φακό και ανάβω τη μεγάλη σκάλα του Άουντι. Σαρώνω το χώρο. Δεν βλέπω κάτι ύποπτο. Κόβω.

Μετά από 3 δευτερόλεπτα, νιώθω το κεφάλι μου να κόβεται  και να ακουμπάει στο δάπεδο του αυτοκινήτου. Μυρίζει πυρίτιδα. Έχω φάει την πρώτη σφαίρα στο λαιμό. Χάνω όραση και ακοή για κλάσματα. Δεν βλέπω όμως χυμένα μυαλά. Όταν γυρίζω αριστερά, βλέπω πάνω απ΄το κεφάλι μου τα μάτια του μασκοφόρου. Φουλ φεις, μαύρο μπουφάν μηχανής. Γυαλίζουν και χαίρονται. Τρώω τον δεύτερο πυροβολισμό. Ο δολοφόνος, μιλάει μετά το μπαμ. Πάρτα πούστη και ψόφα. Το αριστερό χέρι που σηκώνω τρώει την δεύτερη σφαίρα που διαπερνά τον βραχίονα και βγαίνει στο στήθος, δίπλα απ΄την καρδιά. Αιμορραγώ.Φεύγω για τον Άδη, το νιώθω.

Το ένστικτο και η θέληση να ζήσω, με ξυπνάει απ’ τον λήθαργο του θανάτου. Είμαι στον Άδη και πρέπει να επανέλθω. Το πιστόλι μπλοκάρει. Ο εκτελεστής επανοπλίζει. Δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να γυρίσω πίσω στη ζωή. Αρχίζω να του βρίζω ότι έχει και κλωτσάω την πόρτα. Φεύγει. Κοιτάει πίσω. Οι στρατιωτικές του μπότες, ροκανίζουν την άσφαλτο. Ξαναγυρίζει. Τον βρίζω. Οπλίζει για να ρίξει. Κάνει μεταβολή. Η μάσκα στριφογυρίζει σαν το προσωπείο του διαβόλου. Ανεβαίνει στη μηχανή και εξαφανίζεται. Ανοίγω το κινητό μου. Πρέπει να καταγράψω το πρόωρο τέλος μου. Πaτάω το Rec.

Το τραύμα στο λαιμό φουσκώνει. Φοβάμαι για καρωτίδα. Το στήθος καίει και αναβλύζει αίμα. Πρέπει να ζήσω. Πατάω το γκάζι . Από εδώ αρχίζει ένα άλλο ρεπορτάζ. Το πιο εφιαλτικό ρεπορτάζ της ζωής μου. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν παγώνω. Δεν μουδιάζω. Έχω ακόμα δυνάμεις. Άρα κερδίζω λεπτά στον πάνω κόσμο. Πατάω γκάζι. Το κινητό γράφει. Όπως και τα δευτερόλεπτα που μου χαρίζει ο Θεός. Σισμανόγλειο, Σισμανόγλειο, πρέπει να ζήσω. Πρέπει να ζήσω…